- ἀμφίσταμαι
- ἀμφίστημιplace roundpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίστημι — ἀμφίστημι (Α) 1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα 2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα 3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)* + ἵστημι] … Dictionary of Greek